Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Ένα Απροσδιόριστο Χαμόγελο

Η Νάντια έκλισε τα είκοσι σήμερα.

Κάλεσε λίγους φίλους σπίτι της, μαζί μ’ αυτούς κι εμένα. Δεν έχει πολύ καιρό που την γνώρισα και μιλήσαμε μόνο δυο φορές. Η πρώτη ήταν πριν από δυο βδομάδες στο νοσοκομείο. Αυτή ήταν εκεί για τον πατέρα της κι εγώ είχα πάει για να δω τον θείο μου που μόλις είχε βγει από το χειρουργείο. Δεν ήταν τίποτα σοβαρό, μια εγχείριση ρουτίνας. Ο πατέρας της Νάντιας όμως βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση. Περιμέναμε και οι δύο στην αίθουσα αναμονής. Αυτή ήταν ήδη εκεί όταν είχα φτάσει.

Κάθισα στην άκρη της σχεδόν άδειας αίθουσας και άνοιξα το περιοδικό που είχα πάρει απ’ το κυλικείο. Η Νάντια καθόταν απέναντί μου. Είχε ακουμπήσει το κεφάλι στα χέρια της και κουνούσε νευρικά το πόδι της κάθε λίγο. Που και που χτυπούσε το κινητό της, έβλεπε ποιος ήταν και μετά το ‘κλεινε. Πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε ένα βλέμμα. Ήμασταν μόνοι εδώ. Από την μεριά της αίθουσας ακουγόντουσαν κλάματα αλλά ανάμεσα μας υπήρχε ένα διαχωριστικό φιμέ τζάμι. Έκλισα το περιοδικό και κοίταξα την ώρα. Είχε περάσει μισή ώρα από τότε που έφτασα. Η επέμβαση θα διαρκούσε δύο ώρες. Κάθισα πιο αναπαυτικά στην καρέκλα κι έκλεισα τα μάτια. Άρχισα να σκέφτομαι την διαδρομή απ ‘το σπίτι μου προς το νοσοκομείο. Είχε πολύ ωραία μέρα έξω σήμερα και αποφάσισα να έρθω μέχρι εδώ με τα πόδια, αν και μένω αρκετά μακριά. Σε λίγο άρχισα να νυστάζω και πρέπει να κοιμήθηκα λίγο.

Με ξύπνησε μια έντονη δόνηση στον ώμο. Μια γιαγιά είχε κάτσει δίπλα μου όσο κοιμόμουν. «η αδερφή σου δεν είναι καλά, πάνε κάτσε δίπλα της», εννοούσε την Νάντια. Η αλήθεια είναι ότι μοιάζουμε αρκετά εμφανισιακά. Καθόταν στην ίδια στάση με πριν μόνο που τώρα μπορούσες να ακούσεις καθαρά ότι έκλαιγε. «δεν είναι αδερφή μου» είπα και κάθισα κανονικά στην θέση μου. «Δεν έχει σημασία. Πάνε κάτσε δίπλα της». Η γιαγιά φαινόταν πολύ χαρούμενη. Δεν ταίριαζε με τίποτα στο ντεκόρ του χώρου. Κάθισα δίπλα της και σχεδόν ασυναίσθητα της έπιασα το χέρι. Μια τέτοια κίνηση δεν ήταν καθόλου του τύπου μου αλλά μάλλον θα ‘μουν ακόμα ζαλισμένος από τον ύπνο. «θέλεις να σου φέρω κάτι απ ‘το κυλικείο;». φύσηξε την μύτη της και σήκωσε λίγο το κεφάλι κοιτώντας το πάτωμα. «χαρτομάντιλα κι ένα νερό». Η γιαγιά μας κοιτούσε από απέναντι και χαμογελούσε. Σηκώθηκα και πήγα μέχρι το κυλικείο.

Όταν γύρισα η γιαγιά έλειπε και η Νάντια είχε σταματήσει να κλαίει. Κάθισα δίπλα της και της έδωσα τα χαρτομάντιλα και το νερό. Γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια της ήταν ακόμα κόκκινα απ ‘το κλάμα αλλά το βλέμμα της ήταν πολύ πιο καθαρό από πριν. «ευχαριστώ» είπε και φύσηξε την μύτη της. Χαμογέλασα και άνοιξα το αναψυκτικό που πήρα για μένα. Δεν είπαμε τίποτα για τα επόμενα λεπτά ώσπου έγειρε στον ώμο μου και ξανάρχισε να κλαίει. Σχεδόν αντανακλαστικά την αγκάλιασα αφήνοντας το αναψυκτικό να πέσει στο πάτωμα. Όταν σταμάτησε άρχισε να μου μιλάει για τον πατέρα της και την ασθένεια του. Ήταν πολύ δύσκολη εγχείριση αλλά ακόμα κι αν πετύχενε θα του έδινε λίγους μήνες ζωής ακόμα. Απ’ ότι κατάλαβα ουσιαστικά ήταν η μόνη οικογένεια που είχε. Μου είπε διάφορα γι ‘αυτόν. Για ιστορίες που πέρασαν οι δυο τους όλα αυτά τα χρόνια, για την δουλειά του, τα χόμπι του. Του άρεσε πολύ το ψάρεμα και την έπαιρνε μαζί του από μικρή. Όσο μιλούσε για αυτόν μπορούσες να διακρίνεις ένα χαμόγελο και μια ζεστασιά πίσω απ’ τα πρησμένα μάτια της.

Ξαφνικά άνοιξαν οι πόρτες του χειρουργείου. Τινάχτηκε αμέσως πάνω. «για σένα είναι», είπε καθώς είχε ακόμα καρφωμένα τα μάτια της στο φορείο. Ο γιατρός ήρθε προς το μέρος μας. Σε λίγο ο θείος μου θα ξανάβρισκε τις αισθήσεις του και θα μπορούσα να τον δω στο δωμάτιό του. Στις ερωτήσεις της Νάντιας δεν μπορούσε να απαντήσει. Ξανακάθισε και το βλέμμα της χάθηκε πάλι στο κενό. «θα γυρίσω να σου κάνω παρέα σε μια ώρα». Δεν απάντησε.

Μισή ώρα μετά γύρισα στην αίθουσα αναμονής. Ο θείος μου είχε κοιμηθεί κι εγώ έπρεπε πια να γυρίσω σπίτι. Στην θέση που καθόμασταν πριν τώρα κάθονταν άλλοι. Καθώς γύρισα για να φύγω την είδα. Καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα. «πέθανε», μου είπε, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχε ίχνος δάκρυ στο πρόσωπό της. «πάμε». Δεν κατάλαβα τι εννοούσε αλλά την ακολούθησα. Βγήκαμε απ ’το νοσοκομείο και αρχίσαμε να προχωράμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Είχε νυχτώσει πια κι εμείς προχωρούσαμε κατά μήκος της κεντρικής λεωφόρου. Χωρίς να λέμε λέξη.

Σταματήσαμε σε ένα περίπτερο και η Νάντια πήρε δυο μπύρες. Μετά στρίψαμε και αφού περπατήσαμε λίγο ακόμα καθίσαμε σε ένα μικρό παρκάκι περικυκλωμένο από ψηλές πολυκατοικίες. Ανοίξαμε τις μπύρες μας κι αρχίσαμε να πίνουμε. Δεν μιλούσαμε αλλά δεν ένιωθα καθόλου άβολα. Προσπάθησα να βρω κάτι να πω στην αρχή αλλά ότι ατάκα περνούσε απ ‘το μυαλό μου φαινόταν πολύ γελοία και άσκοπη τώρα. Κοιτούσα τα φώτα απ ‘τα διαμερίσματα στην απέναντι πολυκατοικία και συνέχισα να πίνω την μπύρα μου. «θέλεις μια μέρα να πάμε για ψάρεμα;». Γύρισα και την κοίταξα. «Ναι, γιατί όχι; Αν και θα πρέπει να φέρεις ένα καλάμι και για μένα». Συνεχίσαμε να μιλάμε για άσχετα θέματα μέχρι να τελειώσουμε τις μπύρες και μετά χωρίσαμε.

Με πήρε τηλέφωνο μετά από μία βδομάδα. Ήταν πολύ αργά την νύχτα και δεν είχα ξυπνήσει εντελώς όταν το σήκωσα. Έκλεγε και έλεγε διάφορα που δεν μπορούσα να καταλάβω. Παρ’ όλ’ αυτά κατάλαβα ότι ήταν αυτή. Προσπαθούσα να την κάνω να ηρεμίσει αλλά η φωνή μου δεν μπορούσε να διαπεράσει τους λυγμούς της. Μετά από λίγο σταμάτησε κι εγώ πλέον είχα ξυπνήσει κανονικά. «σε λίγες μέρες έχω γενέθλια. Θέλω να έρθεις». Συμφώνησα να πάω και να μην της πάρω δώρο και μου είπε που μένει.

Η Νάντια έχει πολύ καλούς φίλους. Τουλάχιστον όσοι ήταν στο πάρτι της φαινόταν να την αγαπάνε και ήταν πρόθυμοι να την στηρίξουν τώρα που τους είχε ανάγκη. Με έκανε να αναρωτηθώ πια ήταν η θέση μου σε όλο αυτό. Όσο περνούσε η ώρα όμως τόσο πιο πολύ καταλάβαινα. Η Νάντια δεν είχε ανάγκη από κοινότυπες ατάκες. Περικυκλωμένη από τα συμπονετικά βλέμματα των φίλων της που και που με κοιτούσε σαν να περίμενε να την σώσω. Να την πάρω απ ‘το χέρι και να περπατήσουμε μέχρι το κοντινότερο παρκάκι, να μιλήσουμε για κάτι άσχετο και μετά να πάμε να ψαρέψουμε μαζί. Δεν μπορούσαμε όμως. Όχι τώρα.

Ήταν περασμένες τρείς. «Πρέπει να φύγω. Αύριο έχω να ξυπνήσω νωρίς». Φόρεσα το παλτό μου και αποχαιρέτησα τα παιδιά. Η Νάντια με συνόδεψε μέχρι την πόρτα, με κοίταξε με ένα γλυκόπικρο βλέμμα και σφίχτηκε στην αγκαλιά μου. «πάρε με τηλέφωνο όποτε θες» είπα και της χαμογέλασα. Έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε κι αυτή. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη του ασανσέρ. Είχα χλομιάσει απ ‘τα ποτά και την αϋπνία αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν νύσταζα καθόλου. Βγαίνοντας απ ‘την πολυκατοικία αποφάσισα να γυρίσω σπίτι με τα πόδια. Δεν μέναμε και πολύ μακριά και τα ταξί περνούσαν σπάνια απ ‘αυτό το μέρος της πόλης.

Οι δρόμοι ήταν άδειοι και μόνο οι ήχοι από τα απορριμματοφόρα ακούγονταν πίσω απ’ τις θολά φωτισμένες πολυκατοικίες. Όλη τη μέρα έβρεχε και ένα στρώμα υγρής ομίχλης είχε καλύψει τους δρόμους. Φόρεσα τα ακουστικά μου αλλά η μπαταρία του mp3 μου είχε τελειώσει. Συνέχισα να περπατάω στον φαρδύ άδειο δρόμο και άρχισα να παραθέτω στο μυαλό που όλα τα γεγονότα αυτής της παράξενης περιπέτειας που είχε αρχίσει δυο βδομάδες πριν όταν ξαφνικά όλα τα φώτα έσβησαν! Ακαριαία τους δρόμους γέμισε ένα βαθύ σκοτάδι. Λίγα μέτρα πιο πέρα φαίνονταν τα φώτα ενός απορριμματοφόρου μέσα σε ένα στενάκι. Άρχισα να περπατάω προς τα ‘κει. Όταν έφτασα μόλις είχαν μαζέψει τα σκουπίδια από ένα κάδο δίπλα σε μια παιδική χαρά και συνέχισαν την πορεία τους κατά μήκος του δρόμου.

Μέσα στην παιδική χαρά ένα κοριτσάκι έκανε κούνια. Αυτό πια ξεπερνούσε κατά πολύ τα όρια του πραγματικού. Άρχισα να σκέφτομαι το ενδεχόμενο να με κατέβαλε η κούραση και το αλκοόλ και να με πίρε ο ύπνος στον καναπέ της Νάντιας. Προχώρησα προς το μέρος της και μόνο όταν έφτασα πολύ κοντά με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Με ένα απροσδιόριστο χαμόγελο που μου θύμισε αυτό της γιαγιάς στο νοσοκομείο. «τι κάνεις τέτοια ώρα μόνη σου εδώ;» είπα και στάθηκα δίπλα τις καθώς σιγά σιγά επιβράδυνε τον ρυθμό ταλάντωσης της κούνιας. «περιμένω μια φίλη μου» είπε και σταμάτησε εντελώς την κούνια. «θα μου μάθει να ψαρεύω! Είναι πολύ καλή και έχει πολλές πετονιές. Άμα περιμένεις λίγο μαζί μου ίσως σου δώσει κι εσένα μια!» Το μυαλό μου πήγε κατ’ ευθείαν στην Νάντια. «Δεν γίνεται να είναι σύμπτωση αυτό», σκεφτικά. Το μυαλό μου είχε αρχίσει να μουδιάζει καθώς απομακρυνόμουν όλο και πιο πολύ από την σφαίρα του ρεαλισμού. Κάθισα στην κούνια δίπλα της και άναψα το τελευταίο μου τσιγάρο. «Πως λένε την φίλη σου;» ρώτησα. «Δεν είναι καλό να καπνίζεις. Η γιαγιά μου λέει ότι όσοι καπνίζουν είναι ανόητοι» είπε κοιτάζοντας το τσιγάρο στο χέρι μου. «Είμαι σίγουρος ότι η γιαγιά σου είχε πολλούς φίλους που κάπνιζαν όταν ήταν στην ηλικία μου». «Κι εγώ είμαι σίγουρη ότι κανείς από αυτούς δεν φυσούσε τον καπνό του πάνω σε μικρά κοριτσάκια όπως κάνεις εσύ!» κοίταξα με έκπληξη το θυμωμένο της βλέμμα και έσβησα το τσιγάρο στο χώμα.

«Ευχαριστημένη; Πες μου τώρα πως λένε την φίλη σου».

«Μη χαίρεσαι έχει αγόρι».

«Δεν ρώτησα αυτό».

«Να μην σε νοιάζει. Μπορείς να την ρωτήσεις όταν έρθει».

Δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο που εκνευρίστηκε έτσι ξαφνικά αλλά θεώρησα άσκοπο να προσπαθήσω να μπω στη ψυχοσύνθεση ενός δεκάχρονου κοριτσιού που κάνει μόνο του κούνια τρεισήμισι η ώρα τα χαράματα. Άρχισα να κουνιέμαι λίγο στη κούνια και περιεργαζόμουν τον χώρο γύρο μου. Απέναντί μας ήταν μια μεγάλη πολυκατοικία με πολλά μικρά παράθυρα που έβλεπαν στην παιδική χαρά. Σε μερικά από αυτά έβλεπες να τρεμοπαίζει λίγο φώς από κεριά. Ξαφνικά μια φιγούρα έσυρε την κουρτίνα, άνοιξε το παράθυρο που κοιτούσα και γύρισε πίσω στο δωμάτιο. Ήταν η Νάντια! Ανατρίχιασα ολόκληρος. Δεν γίνεται να ‘ταν η Νάντια! Το σπίτι της ήταν τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα μακριά. Μέχρι να προλάβω να τρίψω τα μάτια μου γύρισε πίσω στο παράθυρο μαζί με έναν ψηλό άντρα που έμοιαζε πολύ στην περιγραφή που μου είχε δώσει για τον πατέρα της. Ακούμπησαν δύο καλάμια στο περβάζι και έριξαν την πετονιά στον ακάλυπτο χώρο μπροστά απ ’την πολυκατοικία. Το κοριτσάκι σηκώθηκε απ ’την κούνια και μου έπιασε τον ώμο. Τους κοιτούσε και χαμογελούσε.

Με ξύπνησε ο γιατρός και μου είπε ότι σε λίγο θα μπορώ να επισκεφτώ τον θείο μου στο δωμάτιό του. Ήμουν στον θάλαμο αναμονής του χειρουργείου. Κοίταξα το ρολόι στον τοίχο. Είχαν περάσει δύο ώρες σχεδόν από τότε που κοιμήθηκα. Το κορίτσι που καθόταν απέναντί μου είχε φύγει, πώς να τη έλεγαν άραγε. Τον διάδρομο προς το δωμάτιο του θείου μου περιέλουζαν τα ζεστά χρώματα του απογευματινού ήλιου. Ξαφνικά μου ήρθε να γελάσω δυνατά αλλά κατέληξα με το απροσδιόριστο χαμόγελο του κοριτσιού στα χείλι. Τι περίεργο όνειρο..